ἀλλεπάλληλα

ἀλλεπάλληλα
ἀλλεπάλληλος
accumulation
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κολοράντο — I (Colorado). Πολιτεία (269.595 τ. χλμ., 4.417.714 κάτ. το 2001) των κεντροδυτικών ΗΠΑ, με πρωτεύουσα το Ντένβερ. Συνορεύει στα Β με το Γουαϊόμινγκ και τη Νεμπράσκα, στα Α με τη Νεμπράσκα και το Κάνσας, στα Ν με την Οκλαχόμα και το Νιου Μέξικο… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αθηναϊκός — ή, ό (Α ἀθηναϊκός, ή, όν) και αθηναίικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα και τους Αθηναίους, ή που προέρχεται από την Αθήνα αρχ. αυτός που αναφέρεται στην Αθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀθηναϊκὸς παράγεται από το Ἀθῆναι: *Ἀθηναι ικὸς >… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • αραδαριά — η (Μ ἀραδαριά) [αραδάρης] 1. τακτοποίηση σε μια γραμμή 2. (ως επίρρ.) αλλεπάλληλα …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • γροθοκοπάνημα — και γροθοκοπάνισμα, το αλλεπάλληλα χτυπήματα με γροθιές …   Dictionary of Greek

  • επάλληλος — η, ο (AM ἐπάλληλος, η, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται κατ επανάληψη ή με διαδοχική σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος νεοελλ. (λογ.) «επάλληλες έννοιες» οι έννοιες που έχουν το ίδιο πλάτος, οι ισοπλατείς αρχ. μσν. συνεχής, απανωτός,… …   Dictionary of Greek

  • επανωτός — και απανωτός, ή, ό (Μ ἐπανωτός και ἀπανωτός, ή, ό) 1. αυτός που βρίσκεται επάνω ή ακριβώς δίπλα στον άλλον, ο αλλεπάλληλος 2. χρον. ο ένας σε συνέχεια μετά τον άλλο, ο επάλληλος. επίρρ... επανωτά ή απανωτά α. σωρηδόν, σωριαστά, χύμα β. με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • επασσυτεροτριβής — ἐπασσυτεροτριβής, ές (Α) αυτός που χτυπά αλλεπάλληλα, συνεχώς («ἐπασσυτεροτριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασσύτερος (πρβλ. επασσύτερος) + τριβής (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”